Αμφιβάλει κανείς ότι το επίπεδο ζωής των Ελλήνων είναι σήμερα πολύ υψηλότερο από ότι ήταν πριν μερικές δεκαετίες; Προφανώς όχι και αυτό φαίνεται από τον τρόπο ζωής μας, από την διατροφή μας, από τα σπίτια μας, από παντού. Και όμως η μέση ελληνική οικογένεια δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Πρόσφατα μου έλεγε ένας οδηγός ταξί «100 Ευρώ μεροκάματο παίρνω, πού να τα βγάλω πέρα;». Δηλαδή μιλάμε για έναν μισθό περίπου 3.000 Ευρώ τον μήνα, κι όμως ισχυρίζεται ότι δεν βγαίνει. Τι ακριβώς συμβαίνει;
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο Έλληνας έχει συνηθίσει σε έναν τρόπο ζωής που ούτε του αξίζει αλλά ούτε καν – και αυτό είναι το σημαντικότερο – μπορεί να τον διατηρήσει για πολύ. Εάν θέλεις να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο για το παιδί σου (για να μην χρησιμοποιεί τις συγκοινωνίες), εάν θέλεις να πηγαίνεις και τις διακοπές σου, εάν θέλεις και να ψωνίζεις μόνο γνωστές – και ακριβές – μάρκες ρούχων, εάν θέλεις και να τρως όλη την ώρα κρέας αντί και κανένα όσπριο, εάν θέλεις και να βγαίνεις συχνά έξω, εάν και όλη την ώρα παραγγέλνεις φαγητό απ’ έξω επειδή είτε βαριέσαι να μαγειρέψεις είτε τα παιδιά αρνούνται να φάνε οτιδήποτε εκτός από σουβλάκι ή πίτσα, ε τότε ναι, πού να βγάλεις πέρα τον μήνα, όσα χρήματα και αν βγάζεις;
Συνεπώς η πρώτη αιτία του προβλήματος είναι ότι ο Έλληνας έχει καλομάθει και δεν θέλει να αναγκαστεί να επιλέξει ανάμεσα σε κάποιες από τις επιθυμίες του. Τα θέλει όλα και θα κάνει ότι μπορεί για να τα αποκτήσει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει είτε να δανειστεί (εορτοδάνειο, διακοποδάνειο, καταναλωτικό δάνειο και πάει λέγοντας) είτε να μην βγάζει δεκάρα στην άκρη. Βέβαια αυτή η τάση ενισχύεται από τα πρότυπα και την εικόνα ολόκληρης της κοινωνίας. Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να κυκλοφορούν στο σχολείο τα άλλα παιδιά με ρούχα μάρκες και το δικό μας όχι; Απαράδεκτο. Είναι δυνατόν να παίρνουν όλοι οι γείτονες καινούργια αυτοκίνητα και εμείς να κυκλοφορούμε ακόμα με το σαραβαλάκι; Αδιανόητο. Δεν εξετάζει κανείς φυσικά τους λόγους που ο γείτονας έχει νέο αμάξι. Μπορεί π.χ. να είναι ο οδηγός ταξί που βγάζει τα 3.000 Ευρώ τον μήνα, αλλά αυτό δεν έχει καμμία σημασία για τους γύρω που παρακολουθούν. Τους γεννάται η ακατανίκητη ανάγκη να τον μιμηθούν. Και ξεκινάει έτσι ένας καταστροφικός φαύλος κύκλος.
Η δεύτερη αιτία του προβλήματος είναι ότι οι γονείς, άθελά τους, καταστρέφουν τα παιδιά τους. Πώς τα καταστρέφουν; Τους δίνουν τα πάντα στο πιάτο έτοιμα χωρίς το παιδί να αναγκαστεί να κοπιάσει για να αποκτήσει κάτι. Για παράδειγμα, τι θα πάθει το παιδί εάν κυκλοφορήσει και μερικά χρόνια με τα λεωφορεία αντί να του αγοράσει ο γονιός αυτοκίνητο; Μάλιστα θα το πονάει περισσότερο το αυτοκίνητο επειδή θα έχει μαζέψει τα χρήματα με τον κόπο του και θα έχει δεί και πώς είναι να μην έχεις αμάξι. Πώς να χτίσει αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση ένα νέο παιδί όταν δεν έχει καταφέρει κάτι σημαντικό με τις δικές του δυνάμεις; Πώς να μάθει αυτοσυγκράτηση και υπομονή όταν έχει στα πόδια του αμέσως ότι θελήσει; Πώς να μάθει την αξία των χρημάτων όταν κάθε φορά που απλώνει το χέρι ο γονιός του δίνει χρήματα χωρίς να έχει πρώτα κοπιάσει για αυτά; Άρα λοιπόν όταν το «παιδί» φτάνει συχνά στα 30 του, δεν έχει δουλέψει ποτέ και κυκλοφορεί στις καφετέριες με χρήματα των γονιών, αυτό αποτελεί ένα επιπλέον οικονομικό βάρος για τους γονείς.
Φυσικά παίζει ρόλο και η τάση του Έλληνα πάντοτε να κλαίγεται, ακόμα και όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά για αυτόν. Για παράδειγμα, πότε έχει ρωτήσει κάποιος έναν ελεύθερο επαγγελματία για το πώς πάνε οι δουλειές και έχει λάβει την απάντηση ότι όλα πηγαίνουν πολύ καλά; Δυστυχώς αυτό είναι ένα διαχρονικό στοιχείο της κουλτούρας μας, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Όμως δεν είναι μόνο αυτό αλλά, όπως ήδη αναλύσαμε, πράγματι ο κόσμος δεν βγαίνει. Είναι λογικό, εφόσον όσα χρήματα και να παίρνει κανείς δεν του φτάνουν καθώς δημιουργεί νέες ανάγκες προσαρμόζοντας το βιοτικό του επίπεδο στα νέα έσοδά του. Δεν είναι φυσιολογικό όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πάντοτε συνέβαινε και παντού. Η διαφορά είναι ότι τώρα γίνεται με ακραίο τρόπο. Παλιότερα η φτώχια μας μάς προστάτευε ενώ τώρα η επιλογή του εύκολου δανεισμού (τραπεζικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, κτλ) είναι υπερβολικά ελκυστική. Ο μέσος άνθρωπος όμως δεν έχει ούτε την σύνεση ούτε την αυτοσυγκράτηση να μην κάνει κατάχρηση του δανεισμού. Είναι σαν να δίνεις σε μικρά παιδιά από ένα τεράστιο κουτί με σοκολάτες. Θα δείξουν αυτοσυγκράτηση τρώγοντας λίγο κάθε μέρα ή θα φάνε αμέσως μέχρι σκασμού κάνοντας ζημιά στους εαυτούς τους;
Ποια είναι λοιπόν η λύση στο πρόβλημά μας; Ή το κράτος, σαν γονέας, θα προσπαθήσει να μας καθοδηγήσει και να μας προστατέψει ή θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε πιο υπεύθυνοι. Το καλύτερο θα ήταν να γίνουν και τα δύο, αλλά επειδή στην περίπτωσή μας μιλάμε για το ελληνικό κράτος, είναι προφανές ότι μπορούμε να βασιστούμε μόνο στους εαυτούς μας. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να είμαστε αυτάρκεις και να αντιστεκόμαστε στους πειρασμούς. Πρέπει να μάθουμε να επιλέγουμε και να μην τα θέλουμε όλα δικά μας. Πρέπει να μάθουμε να δίνουμε σημασία στα σημαντικά πράγματα και ότι στα ανούσια (αμάξια, ρούχα, κτλ) προσπαθώντας να εντυπωσιάσουμε τους γύρω μας. Και μάλιστα πρέπει να περιφρονούμε όσους το κάνουν αυτό αντί να τους θαυμάζουμε / ζηλεύουμε. Πρέπει με λίγα λόγια να γίνουμε λίγο περισσότερο… Σπαρτιάτες θα έλεγα. Και κυρίως πρέπει να γίνουμε πιο ώριμοι και πιο σοβαροί. Εάν δεν το κάνουμε δεν πειράζει, ο γκρεμός είναι μπροστά και μας περιμένει.