Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Ωράριο, Καταστήματα και Κοινωνική Αλληλεγγύη


Την περασμένη Κυριακή κάποια καταστήματα στο κέντρο της Αθήνας άνοιξαν. Αυτό θεωρείται από μερικούς, και όχι άδικα, ως το προανάκρουσμα της γενικότερης επέκτασης του ωραρίου των καταστημάτων τις Κυριακές. Θα αναρωτηθεί κάποιος καταναλωτής, ο οποίος καλοβλέπει την ιδέα να μπορεί να ψωνίζει και την Κυριακή, ποιο είναι το πρόβλημα με αυτό το σενάριο. Το πρόβλημα είναι (όχι το μοναδικό) ότι την νύφη θα την πληρώσει ο εργαζόμενος.


Το πρόβλημα ξεκινάει από το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης στην ελληνική πραγματικότητα. Στην θεωρία, η επέκταση του ωραρίου σημαίνει καταρχήν επιπλέον θέσεις εργασίας. Ακόμα όμως (πάντοτε στην θεωρία) και οι εμποροϋπάλληλοι που θα εργαστούν τις Κυριακές, είτε είναι οι καινούργιοι είτε οι παλιοί, θα αποζημιωθούν με αυξημένα ημερομίσθια και με ρεπό. Στην πράξη όμως, ιδίως οι μικροκαταστηματάρχες, δεν θα προχωρήσουν σε προσλήψεις για να καλύψουν τις ανάγκες του αυξημένου ωραρίου ούτε σε αύξηση μισθών για την Κυριακή, αλλά αντίθετα θα αναγκάσουν τους υπάρχοντες υπαλλήλους να δουλεύουν παραπάνω. Ας μην έχουμε αυταπάτες, όλοι μας γνωρίζουμε πως δουλεύει το σύστημα στην Ελλάδα.


Γεννάται όμως η απορία: Τι θα γινόταν αν ο κόσμος δεν ανταποκρινόταν στο κάλεσμα, τόσο το συγκεκριμένο όσο και μελλοντικά, για Κυριακάτικα ψώνια; Απλά το πείραμα της περασμένης Κυριακής θα είχε αποτύχει και το θέμα θα είχε κλείσει οριστικά. Άρα λοιπόν, για ακόμη μία φορά, βλέπουμε ότι μεγάλες ευθύνες έχει ο ίδιος ο κόσμος στην πλειονότητά του. Ένας αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος είχε πεί ότι καταλαβαίνεις πως υπάρχει κοινωνική αλληλεγγύη σε μία κοινωνία, όταν ο κάθε πολίτης που δεν αδικείται, αγανακτεί το ίδιο με αυτόν που υφίσταται την αδικία. Δηλαδή στην περίπτωσή μας, να αγανακτεί για την επέκταση του ωραρίου ο καταναλωτής τόσο όσο και ο υπάλληλος του εκάστοτε καταστήματος. Τι καλύτερος ορισμός θα μπορούσε να υπάρξει για την κοινωνική αλληλεγγύη από αυτόν; Και τι καλύτερη απόδειξη ότι είμαστε πολύ πίσω σαν κοινωνία και σαν άνθρωποι...


Δυστυχώς ο άνθρωπος είναι εγωκεντρικό ον, και ακόμα περισσότερο ο Έλληνας άνθρωπος. Ποτέ δεν μπαίνουμε στον κόπο να σκεφτούμε τον διπλανό μας, να δοκιμάσουμε να μπούμε στην θέση του. Το μόνο που μας νοιάζει είναι ο εαυτός μας και αυτό που θέλουμε εμείς, αγνοώντας τις συνέπειες που μπορεί αυτό να έχει στον κοινωνικό μας περίγυρο. Είναι όμως απολύτως βέβαιο ότι ο καταναλωτής που πήγε να ψωνίσει την Κυριακή και αυτός που είναι υπέρ του Κυριακάτικου ωραρίου, εάν ήταν υπάλληλος σε μαγαζί, ο ίδιος άνθρωπος θα ήταν κατά του ωραρίου αυτού. Γιατί δηλαδή πρέπει να φτάσουμε να βρεθούμε στην θέση του άλλου για να αναγκαστούμε να ανοίξουμε τα μάτια μας στην αδικία; Όχι ότι είμαστε συνειδητά άδικοι, απλά οι επιθυμίες μας δεν μας αφήνουν καν να αντιληφθούμε την αδικία που διαπράττουμε εις βάρος του άλλου.


Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω εδώ ότι δεν είμαι ούτε υπέρ της άποψης να δουλεύουν οι καταστηματάρχες τα μαγαζιά τους την Κυριακή, ακόμα και αν τα δουλεύουν μόνοι τους χωρίς να απασχολούν υπαλλήλους. Δεν πρέπει να αφήσουμε τον αθέμιτο ανταγωνισμό από τα μεγάλα πολυκαταστήματα να εξωθήσει τους ιδιοκτήτες των μικροκαταστημάτων στο να δουλεύουν χωρίς σταματημό. Η Κυριακή είναι ιερή μέρα, επειδή είναι η ημέρα ξεκούρασης όλων. Κανένας δεν πρέπει να δουλεύει την Κυριακή. Ούτε καν οι άνθρωποι στα περίπτερα (αν ποτέ το διεκδικήσει αυτό ο κόσμος, θα πειστώ ότι έχουν γίνει βήματα προόδου στην χώρα μας). Εξ’ άλλου ένας άνθρωπος θα ξοδέψει τα ίδια χρήματα για ψώνια, είτε τα μαγαζιά είναι ανοιχτά 6 μέρες είτε 7. Η λογική λέει ότι απλά θα μειωθεί ο τζίρος των υπολοίπων 6 ημερών εφόσον κάποιοι που θα ψώνιζαν εκείνες τις μέρες θα ψώνιζαν πλέον την Κυριακή.


Ας προσπαθήσουμε λοιπόν εμπράκτως να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας που εργάζονται ως πωλητές σε καταστήματα. Ανάμεσά τους άλλωστε είναι συγγενείς και γνωστοί και φίλοι μας. Ας ρίξουμε μία αρνητική ψήφο στις μεθοδεύσεις που γίνονται μέσω της υπεύθυνης στάσης μας. Μήπως άλλωστε δεν μας κάνει οποιαδήποτε από τις άλλες μέρες για ψώνια εκτός από την Κυριακή; Αν σε μερικά θέματα δεν αρχίσουμε να επιδεικνύουμε υπεύθυνη και ώριμη συμπεριφορά, τότε πραγματικά δεν θα έχουμε κανένα δικαίωμα να διαμαρτυρόμαστε στο μέλλον όταν θα υποφέρουμε εμείς οι ίδιοι από αδικίες και κανείς δεν θα μας στηρίζει.


Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Περί Κοινωνίας


Συζητώντας τον τελευταίο καιρό με πολλούς νέους ανθρώπους, διεπίστωσα ότι υπάρχει μία όλο και αυξανόμενη τάση προς λογικές αναρχίας. Και λέγοντας αναρχία δεν αναφέρομαι στην κλασική έννοια τις λέξεις (σπάσιμο βιτρινών, κάψιμο αυτοκινήτων, κτλ) αλλά στην κοινωνική αντίληψη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αμφισβητούνται αλήθειες που πριν μερικά χρόνια φάνταζαν αυτονόητες και ακλόνητες. Κάπως σαν την αμφισβήτηση των αξιών που έφεραν οι σοφιστές κατά την αρχαιότητα.

Η κοινωνία είναι αναμφίβολα το βασικό θεμέλιο του πολιτισμού. Εάν οι άνθρωποι δεν σχημάτιζαν κοινωνίες, ώστε να μπορέσει να έρθει η πρόοδος, ασφαλώς θα βρισκόμασταν ακόμη στην εποχή των σπηλαίων. Ποτέ όμως δεν κερδίζεις κάτι χωρίς να χάσεις κάτι άλλο. Ο άνθρωπος τότε κέρδισε πάρα πολλά, με σημαντικότερο από όλα την ίδια του την επιβίωση, όμως αναγκάστηκε να δεχτεί να υποκύψει σε κάποιους αναγκαίους περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί, απολύτως απαραίτητοι για τον σχηματισμό και την σωστή λειτουργία της κοινωνίας, συμπεριλάμβαναν την υπακοή σε κάποιους κανόνες, τον περιορισμό της ελευθερίας, την υποχρεωτική συνεισφορά κόπου και χρόνου προς την κοινωνία, κτλ.

Τα σπίτια στα οποία όλοι μας ζούμε έχουν χτιστεί από κάποιους ανθρώπους. Το λεωφορείο που παίρνουμε για να πάμε στην δουλειά μας κάποιος πρέπει να το οδηγήσει. Τα σκουπίδια που βγάζουμε από το σπίτι μας και αφήνουμε στον σκουπιδοτενεκέ κάποιος πρέπει να τα μαζέψει. Δύσκολες δουλειές όλες αυτές, και πολλές άλλες, κάποιος όμως από όλους εμάς δεν πρέπει να τις κάνει; Πώς αλλιώς θα λειτουργήσει η κοινωνία μας; Και είναι ξεκάθαρο ότι κανένας από αυτούς τους ανθρώπους, τους μικρούς ήρωες, που κάνουν τις δουλειές αυτές δεν ήταν όνειρο και φιλοδοξία του από παιδί να κάνει μία τέτοια δύσκολη δουλειά. Μπορεί όμως κανείς να φανταστεί πως θα ήταν η ζωή μας εάν κανείς δεν εξασκούσε τα επαγγέλματα αυτά; Καταλαβαίνω γιατί μπορεί να πει κάποιος ότι δεν του αρέσει να εργάζεται, αλλά οφείλει να καταλάβει ότι η εργασία μας είναι η συνεισφορά μας στο σύνολο.

Η αυξανόμενη αναρχοκρατία στο μυαλό των ανθρώπων, ιδίως των νέων, τους έχει οδηγήσει σε μία ιδιαίτερη απέχθεια προς τις δυνάμεις τήρησης της τάξεως. Όμως οι ίδιοι άνθρωποι που αισθάνονται μίσος, θα λέγαμε, προς την αστυνομία, ποιον θα καλέσουν να τους προστατέψει εάν τους συμβεί κάτι δυσάρεστο (ληστεία, εκβιασμός, κτλ); Οι ίδιοι άνθρωποι που θα δυσανασχετήσουν που θα δουν μπροστά τους κάποιον αστυνομικό, είναι βεβαίως οι ίδιοι που θα χαρούν να τον δουν όταν νιώσουν ότι απειλούνται. Οι άνθρωποι αυτοί που θέλουν την κατάργηση της αστυνομίας, ενός ζωτικού κομματιού μίας οποιασδήποτε κοινωνίας, τι έχουν να προτείνουν ως υποκατάστατο; Τίποτα.

Η χρησιμότητα της αστυνομίας δεν συνεπάγεται φυσικά την νομική ατέλεια των αστυνομικών. Από την άλλη όμως η εχθρότητα προς ένα σώμα που είναι προορισμένο να μας προστατεύει είναι τουλάχιστον παράλογη. Θα ισχυριστεί κάποιος ότι η αστυνομία δεν λειτουργεί σωστά. Πράγματι, αλλά ποιος κλάδος λειτουργεί σωστά σε αυτήν την χώρα, η παιδεία, η δικαιοσύνη, η πολιτική, οι έμποροι; Επειδή υπάρχουν κάποιοι διεφθαρμένοι (είτε λίγοι είτε πολλοί) θα πρέπει ότι πρέπει να λιθοβολούμε τον οποιονδήποτε δάσκαλο, τον οποιονδήποτε δικαστή, τον οποιονδήποτε πολιτικό και τον οποιονδήποτε έμπορο / ελεύθερο επαγγελματία; Όχι. Τότε γιατί η αστυνομία να αποτελεί εξαίρεση;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όντας μέλος της κοινωνίας αναγκαζόμαστε να κάνουμε κάποια πράγματα που δεν μας αρέσουν, τα οποία η κοινωνία ορίζει, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να υπάρξει η κοινωνία αυτή; Άλλωστε και στην ζωή γενικότερα δεν ισχύει αυτό; Πράγματι, δεν έχουμε την ελευθερία να κάνουμε οτιδήποτε θα θέλαμε, αν αυτό είναι εκτός των κανόνων που έχει θεσπίσει το σύνολο. Και τι έγινε; Άλλωστε, μήπως η υπερβολική ελευθερία είναι τελικά ασυδοσία και βλάπτει σοβαρά την κοινωνία μας;

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Τις Πταίει


Ή κοινώς: Ποιος φταίει για τις πρωτοφανείς φασαρίες στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα; Η προφανής απάντηση είναι: οι αναρχικοί. Αυτό είναι σαφές, αλλά αν εξετάσουμε τα πράγματα σε βάθος θα μπορέσουμε να εντοπίζουμε τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν & ενθάρρυναν τους αναρχικούς να πράξουν αυτά που έπραξαν.


Πρώτα από όλα φταίει η πολιτική ηγεσία της χώρας, για λόγους παραπάνω από έναν. Το πρώτο είναι ότι φοβήθηκε από τον άδικο χαμό του δεκαπεντάχρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου και απαγόρευσε στις αστυνομικές δυνάμεις να εμπλακούν στις φασαρίες, αφήνοντας όμως έτσι ολόκληρη την επικράτεια απροστάτευτη στις άγριες ορέξεις των αναρχικών. Επειδή δηλαδή υπάρχει περίπτωση να χτυπηθεί άσχημα ένας από τους αναρχικούς, αυτό είναι λόγος να αφήσουμε τους αναρχικούς ελεύθερους να καίνε και να λεηλατούν ότι βρούν στο διάβα τους;


Δεύτερον, η ακραία και παράλογη φοβία της κυβέρνησης οδήγησε σε κλήσεις για απολογία σε αστυνομικούς περιοχών που πυροβόλησαν στον αέρα για εκφοβισμό όταν ήρθαν αντιμέτωποι με στίφη αναρχικών. Όλες αυτές οι αλλοπρόσαλλες ενέργειες τις κυβέρνησης – η οποία φοβάται να κάνει αυτό που χαράζει την πολιτική της αναλογιζόμενη πάντοτε το πολιτικό κόστος (τρέμοντας τις κατηγορίες των ΜΜΕ για αστυνομική βία) παραβλέποντας το κοινό καλό – το μόνο αποτέλεσμα που είχε ήταν να δώσει κίνητρο στους αναρχικούς να αποθρασυνθούν ακόμα περισσότερο και να προκαλέσουν ακόμα πιο εκτεταμένα επεισόδια.


Οι έτεροι μεγάλοι υπαίτιοι για τις φασαρίες είναι ασφαλώς οι δημοσιογράφοι. Οι δημοσιογράφοι που είναι γνωστοί σε όλους μας για τις υπερβολές τους, την ανεύθυνη συμπεριφορά τους και την τακτική αποπροσανατολισμού τους. Οι ευθύνες των δημοσιογράφων είναι πολύ μεγαλύτερες και περισσότερες από ότι εξαρχής φαίνεται. Πρώτα από όλα, οι δημοσιογράφοι και σε αυτήν την περίπτωση μεγαλοποίησαν τα γεγονότα. Αυτό προκάλεσε μία εντύπωση η οποία ενθάρρυνε και επόμενα στρώματα αναρχικών και τραμπούκων να βγούν στους δρόμους. Το ξέσπασμα επεισοδίων και σε άλλες μεγάλες πόλεις, πέραν της Αθήνας, μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί. Δεν υποστηρίζω ότι έπρεπε να θάξουν το θέμα ή κάτι παρόμοιο, απλά ότι έπρεπε να το παρουσιάσουν στις πραγματικές του διαστάσεις.


Προσπαθώντας να βρούν τρόπους να δημιουργήσουν αστυνομική βία οι δημοσιογράφοι, παρουσίαζαν τα πράγματα – κατά την συνήθη τακτική τους – όπως εκείνοι ήθελαν. Για παράδειγμα, όταν τα ΜΑΤ άρπαξαν έναν ταραξία, αυτός στην προσπάθειά του να ξεφύγει έβγαλε τα ρούχα του (από όπου τον είχαν πιάσει). Αμέσως τα τηλεοπτικά κανάλια έβγαλαν τίτλους του στύλ «Αναξέλεγκτη αστυνομική βία, έγδυσαν νεαρό μέσα στην μέση του δρόμου». Όταν βέβαια τα ΜΑΤ έμεναν ακινητοποιημένα, οι ίδιοι άνθρωποι διερύγνυαν τα ιμάτιά τους και κατηγορούσαν τις δυνάμεις της αστυνομίας για απραξία. Μα είμαστε σοβαροί επιτέλους σε αυτό το κράτος; Είναι δυνατόν να συλλάβεις στίφη αναρχικών χωρίς βία; Όταν σου πετάνε μολότωφ στα μούτρα εσύ θα τους λές «περάστε παρακαλώ στην κλούβα»;


Πέραν όλων αυτών φταίμε και εμείς, οι απλοί πολίτες. Οι αναρχικοί πήραν θάρρος επειδή θεωρούν την ατιμωρησία δεδομένη. Κάθε χρόνο τα σπάνε στο Πολυτεχνείο χωρίς ποτέ κανείς να συλληφθεί. Τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει να καίνε και βιβλιοπωλεία και περίπτερα στην έκθεση βιβλίου. Όταν ποτέ δεν έχει τιμωρηθεί ούτε ένας από αυτούς, δεν είναι λογικό ότι τους οδηγούμε στην αποθράσυνση και σε ακόμα μεγαλύτερης εκτάσεως επεισόδια; Οι μήπως δεν φταίμε εμείς που επηρεαζόμαστε τόσο πολύ από τα ΜΜΕ με αποτέλεσμα να γίνουμε τόσο ευαίσθητοι στο θέμα της αστυνομικής βίας; Δηλαδή αν ο αναρχικός που έρχεται και μας καίει την περιουσία για την πλάκα του, αν φάει και μερικές με το κλόμπ τι έγινε; (όποιος διαφωνεί με αυτό που λέω ας πάει να εκφράσει τις διαφωνίες του στους ανθρώπους που είδαν τα μαγαζιά και τα αυτοκίνητά τους μέσα στις φλόγες) Δεν δικαιολογούμε φυσικά την δολοφονία ακόμα και τους χειρότερου εγκληματία, την οποία καταδικάζουμε απερίφραστα.


Οφείλουμε κάποια στιγμή να σοβαρευτούμε όλοι μας σε αυτήν την χώρα. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα πράγματα από μακριά και εκ του ασφαλούς, με αποτέλεσμα να μην είμαστε πρακτικοί στις κρίσεις μας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έφτασαν να επεκταθούν σε «δικαίωμα καταστροφής» της ξένης περιουσίας. Τώρα όμως που πολλοί ένιωσαν πολύ κοντά τους την σκληρή πραγματικότητα, ίσως να τηρήσουν από δω και στο εξής μία πιο υπεύθυνη στάση. Ας αναρωτηθούμε: πώς θα αντιμετώπιζε μία ομάδα αναρχικών η κυβέρνηση κάποιας άλλης Ευρωπαϊκής χώρας;...


Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Περί Πολιτευμάτων


Θεωρούμε όλοι μας ότι η Δημοκρατία είναι παντού και πάντοτε το καλύτερο πολίτευμα (όπως λέμε «παντός καιρού»), αλλά είναι πράγματι έτσι; Και εγώ προσωπικά είμαι μεγάλος οπαδός της Δημοκρατίας και δεν κρύβω ότι την θεωρώ το καλύτερο πολίτευμα, αν και για να λειτουργεί σωστά χρειάζονται προϋποθέσεις που σήμερα δεν υπάρχουν. Σας μπέρδεψα; Ας σας μεταφέρω τότε τον προβληματισμό μου μέσω ενός παραδείγματος.


Ένας από τους πολλούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου ήταν και ο Θεόφιλος, η περίπτωσή του οποίου είναι άξια μνείας.

1. Όταν μία γριά γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά του παραπονούμενη ότι ο αδερφός της βασίλισσας (ο κουνιάδος δηλαδή του αυτοκράτορα) έχτισε την έπαυλή του ακριβώς μπροστά από το σπίτι της, κόβοντάς της έτσι τον ήλιο και καθιστώντας το σπίτι της γριάς αδύνατο για κατοίκηση, ο Θεόφιλος διέταξε αμέσως τον κουνιάδο του είτε να γκρεμίσει το σπίτι του ή να αποζημιώσει την γριά. Όταν η γριά επανεμφανίστηκε αργότερα μπροστά στον αυτοκράτορα καταγγέλλοντας ότι ο κουνιάδος του δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα, και επιπλέον είχε φροντίσει να την εμποδίζει να δεί τον αυτοκράτορα, ο Θεόφιλος επέβαλε με ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο δικαιοσύνη εις βάρος του γυναικάδελφού του χωρίς δισταγμό. Διέταξε να τον μαστιγώσουν δημοσίως και επιπλέον να δοθεί η έπαυλή του στην γριά γυναίκα.

2. Το δεύτερο περιστατικό από τον βίο του που είναι κρίμα να αποσιωπήσουμε, είναι όταν ο Θεόφιλος ανακάλυψε ότι η γυναίκα του κάνει εμπόριο, εισάγοντας εμπορεύσιμα προϊόντα με δικό της πλοίο και πουλώντας τα στην Κωνσταντινούπολη. Εννοείται ότι λόγω της θέσης της δεν πλήρωνε φόρους για το εμπόριο αυτό, όπως πλήρωνε ο οποιοσδήποτε έμπορος. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος τότε εξήγησε στην γυναίκα του ότι αυτό που κάνει δεν είναι δίκαιο, της απαγόρευσε να το ξανακάνει και τέλος έκαψε το πλοίο της μαζί με όλα τα εμπορεύματα με τα οποία ήταν εκείνη την στιγμή φορτωμένο.


Διαβάζοντας την ιστορία αυτή ενός ηγέτη που έζησε πριν από πολλούς αιώνες, είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς να μπει στον πειρασμό να κάνει την σύγκριση με το σήμερα. Στην Ελλάδα του σήμερα λοιπόν, σε μία εποχή που υποτίθεται ότι ο κόσμος είναι απείρως πιο πολιτισμένος από εκείνον της εποχής που νωρίτερα περιγράψαμε, έχουμε το εντελώς αντίθετο παράδειγμα από τον Πρωθυπουργό της χώρας. Αντί να σταματήσει την γυναίκα του από το να κάνει κάτι ηθικώς επιλήψιμο, την βοηθάει να αποκτήσει πτυχίο γιατρού χωρίς να έχει σπουδάσει ιατρική. Μάλιστα ο Υπουργός Πολιτισμού της γράφει την διπλωματική της. Χαώδης διαφορά αντιμετώπισης και λογικής – και ηθικής – των δύο αυτών ηγετών.


Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας αυτής για εμένα; Ότι περισσότερη σημασία έχει η προσωπικά αξία του ηγέτη μίας χώρας, παρά το πολίτευμα υπό το οποίο διοικεί την χώρα αυτή. Λογικό επακόλουθο αυτού είναι ότι καλύτερα να ζει κανείς σε ένα μη-δημοκρατικό πολίτευμα που όμως λειτουργεί σωστά, παρά σε μία δημοκρατία της σήψης και της διαφθοράς. Ας μάθουμε λοιπόν επιτέλους να κυττάμε την ουσία των πραγμάτων και ότι μόνο την επιφάνεια. Το όνομα «Δημοκρατία» είναι μία απλή ταμπέλα, που όταν δεν στηρίζεται στις κατάλληλες βάσεις είναι μία μεταμφιεσμένη βασιλεία-δικτατορία.


Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Περί Διαφθοράς


Το επίπεδο της διαφθοράς στην χώρα μας, όπως πολύ καλά όλοι μας γνωρίζουμε, είναι ιδιαιτέρως υψηλό. Καθώς – ως Έλληνες – συνηθίζουμε να κατηγορούμε πάντα οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό μας, κατηγορούμε για την διαφθορά τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι υπεύθυνοι για την παρούσα κατάσταση είναι σίγουρο, αλλά είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι, ή είμαστε συνυπεύθυνοι και όλοι εμείς;


Θα πρότεινα στον καθένα από εμάς να κάνει ένα μικρό πείραμα: να σκεφτεί ποιους και πόσους από τον κύκλο του γνωρίζει που θα αναλάμβαναν ένα ισχυρό πολιτικό πόστο και δεν θα έμπαιναν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν την θέση τους για να κερδίσουν χρήματα με παράνομο τρόπο. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, φανταστείτε μία θέση από την οποία περνάνε πάρα πολλά χρήματα και η φύση της είναι τέτοια που είναι αδύνατον να ανακαλυφθεί εάν κάποιος κλέψει χρήματα από εκεί. Ποίον γνωρίζετε για τον οποίον βάζετε το χέρι σας στην φωτιά ότι δεν θα ακουμπούσε δεκάρα; Εξαιρέστε καλύτερα τον άμεσο οικογενειακό κύκλο καθώς είναι δύσκολο να είναι κανείς αντικειμενικός σε αυτές τις περιπτώσεις.


Βλέπετε λοιπόν ότι είναι δύσκολο να βρει κανείς ένα άτομο του οποίου η τιμιότητα να είναι σίγουρη, πόσο μάλλον όταν δεν αναζητούμε μόνο ένα άτομο αλλά πολλά, ώστε να μπορεί να στελεχωθεί τουλάχιστον μία κυβέρνηση (αν όχι ένας ολόκληρος κρατικός διοικητικός μηχανισμός). Όπως δεν υπάρχει –φαντάζομαι – αμφιβολία για το επίπεδο της τιμιότητας που θα επιδείκνυε ο μέσος άνθρωπος αν αναλάμβανε μία θέση σαν αυτήν που περιγράψαμε νωρίτερα. Άρα λοιπόν το πρόβλημα υπάρχει σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και κατά συνέπεια αντικατοπτρίζεται και σε συγκεκριμένες υποομάδες της κοινωνίας αυτής (πολιτικοί, θρησκευτική ηγεσία, κτλ).


Ένα μέρος του προβλήματος είναι ότι δεν συνειδητοποιούμε οι ίδιοι το επίπεδο της διαφθοράς του εαυτού μας (σε προσωπικό επίπεδο). Πώς γίνεται να ψηφίζεις ένα κόμμα μόνο και μόνο επειδή σου έκανε κάποια στιγμή στο παρελθόν κάποια διευκόλυνση (μικρή ή μεγάλη) και από την άλλη να θεωρείς τον εαυτό σου ηθικό και συνεπώς εκτός του προβλήματος της διαφθοράς; Πώς γίνεται να επικροτείται ο καταφερτζής που κατάφερε να ξεγλιστρήσει από τις υποχρεώσεις του (εφορία, στρατός, κτλ) και ταυτόχρονα να μην αναγνωρίσουμε ότι οι ίδιοι οι πολίτες είναι μέρος του προβλήματος της διαφθοράς;


Άλλο μεγάλο κομμάτι του προβλήματος, που σχετίζεται άμεσα με το μέγεθος της διαφθοράς, είναι η επίγνωση του κοινωνικού συνόλου για την κατάσταση αυτή. Το να θεωρείται η διαφθορά τόσο δεδομένη καταλήγει να ενθαρρύνει την περαιτέρω διαφθορά, κάνοντάς την μάλιστα περισσότερο ανεκτή στο μυαλό του κόσμου. Ίσως αυτός να είναι ο πραγματικός ρόλος τις παιδείας, να εμπνεύσει στα παιδιά από μικρά το αίσθημα της δικαιοσύνης, αντί να τα παιδεύει με συχνά ανούσιες γνώσεις. Να τους δίνει αυτό που δεν μπορεί να τους δώσει από μόνο του ένα βιβλίο.


Εάν δεν αλλάξουμε πρώτα από όλα τον ίδιο μας τον εαυτό, η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει. Το πιο δύσκολο από όλα είναι να αντικρίζει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά δυστυχώς αυτό πρέπει να κάνουμε. Τότε και μόνο τότε θα έχουμε κάνει το πρώτο και μεγαλύτερο βήμα για να αλλάξουμε μία κατάσταση για την οποία όλοι διαμαρτυρόμαστε αλλά όλους κατά βάθος σε κάποιο βαθμό μας βολεύει˙ μία κατάσταση που ανοιχτά την αποδοκιμάζουμε αλλά ενδόμυχα ένα κομμάτι μας την επιθυμεί και διστάζει να την αλλάξει με κάτι άλλο άγνωστο.